Τον τελευταίο καιρό,
βομβαρδιζόμαστε από έναν καινούργιο τρόμο: την περίφημη «ακυβερνησία». Μας λένε
επίμονα ότι αν δεν προκύψει μια μονοκομματική, «σταθερή» κυβέρνηση, η χώρα θα
βυθιστεί στο χάος, το κράτος θα παραλύσει και η οικονομία θα σταματήσει. Αυτός
ο φόβος, όμως, δεν είναι απλώς υπερβολικός· είναι κατά βάση φτιαχτός και
λειτουργεί κυρίως ως ένα ισχυρό εργαλείο πίεσης πάνω στην κοινωνία για να
περιορίσει την εκλογική μας ελευθερία.
Η αφήγηση της ακυβερνησίας καταρρέει μόλις εξετάσουμε νηφάλια
την οργάνωση του σύγχρονου ελληνικού κράτους. Οι βασικές λειτουργίες του δεν
σταματούν επειδή δεν υπάρχει μια «άνετη» κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Το κράτος
σήμερα είναι θεσμικά πιο αυτοματοποιημένο από ό,τι στο παρελθόν. Οι Ανεξάρτητες Αρχές λειτουργούν κανονικά χωρίς να
εξαρτώνται από το Μαξίμου, ενώ οι Περιφέρειες έχουν
πια ουσιαστικές αρμοδιότητες και διαχειρίζονται μεγάλο μέρος των Ευρωπαϊκών Κονδυλίων, επιτρέποντας την παραγωγή έργου
ακόμα και σε ολιγόμηνη πολιτική αδράνεια. Επιπλέον, στη χώρα μας οι νόμοι περισσεύουν. Το πραγματικό ζητούμενο είναι η εφαρμογή των υπαρχόντων νόμων, κάτι που αποτελεί
πρόβλημα πολιτικής βούλησης και διοικητικής ικανότητας, και όχι έλλειψης
νομοθετικού έργου. Συνεπώς, μια ολιγόμηνη παύση του Νομοθετικού Σώματος είναι
αμελητέα.
Παράλληλα, η αγωνία για το ότι τάχα «θα σταματήσει η παραγωγή
έργου» χωρίς μια ισχυρή κυβέρνηση είναι σε μεγάλο βαθμό προσχηματική. Αξίζει να
αναρωτηθούμε τι είδους νομοθετικό έργο παράγεται σήμερα: σε μεγάλο βαθμό
βλέπουμε ρυθμίσεις κομμένες και ραμμένες στα μέτρα συγκεκριμένων οικονομικών
συμφερόντων ή νομοσχέδια που τρέχουν πίσω από καταστροφές και σκάνδαλα. Μια
αυτοδύναμη κυβέρνηση που παρουσιάζει τη χώρα ως μη διακυβερνήσιμη ακυρώνει στην πράξη το επιχείρημα της σταθερότητας. Ομοίως, όσον αφορά την εξωτερική πολιτική και στρατηγική, η
αυξημένη γεωπολιτική σημασία της χώρας είναι προϊόν της γεωγραφίας και
των ισχυρών συμμαχιών μας. Εφόσον η χώρα μας, ιστορικά, κινείται με βάση την
εξάρτηση και «πηγαίνει πίσω από τους ισχυρούς», μια ολιγόμηνη αδράνεια στην
κεντρική πολιτική σκηνή δεν δημιουργεί ουσιαστικό έλλειμμα στη λειτουργία της
χώρας, καθώς η στρατηγική πορεία είναι λίγο πολύ προδιαγεγραμμένη.
Επιπλέον, ο φόβος της ακυβερνησίας λόγω της αντίδρασης των
αγορών δεν ευσταθεί με τα σημερινά δημοσιονομικά δεδομένα. Η
χώρα, σε αντίθεση με το παρελθόν, διαθέτει πλέον σημαντικά ταμειακά διαθέσιμα (το «Μαξιλάρι Ασφαλείας»), τα οποία
της επιτρέπουν να καλύψει τις χρηματοδοτικές της ανάγκες για μεγάλο διάστημα χωρίς να χρειαστεί να βγει στις αγορές κατά τη διάρκεια
μιας κακής περιόδου. Η επίτευξη επενδυτικής βαθμίδας και η δημοσιονομική
σταθεροποίηση έχουν θωρακίσει την οικονομία, καθιστώντας τον φόβο των αγορών πολιτικό επιχείρημα και όχι αντικειμενικό κίνδυνο.
Όλο αυτό το αφήγημα
συντηρείται από συγκεκριμένα κέντρα που έχουν πολλά να χάσουν από την προοπτική
μιας πιο πολυκομματικής Βουλής. Ο καταλυτικός ρόλος των Μέσων Ενημέρωσης και ο
συνεχής καταιγισμός δημοσκοπήσεων δεν εξυπηρετούν την ενημέρωση, αλλά ενισχύουν
αυτόν τον φόβο, διατηρώντας τον διχασμό σε απλουστευμένους όρους: «Είμαστε
εμείς (η σταθερότητα) ή το χάος (η ακυβερνησία)». Τα μεγάλα μέσα, οι
επιχειρηματικοί όμιλοι που επιδιώκουν γρήγορες ρυθμίσεις, ένα πολιτικό σύστημα
που βολεύεται με έναν πολίτη φοβισμένο και παραιτημένο – όλοι αυτοί έχουν κάθε
λόγο να συντηρούν τον μύθο της ακυβερνησίας. Ο πολίτης, όμως, δεν είναι
υποχρεωμένος να αποδεχθεί αυτό το σενάριο.. Ο φόβος της ακυβερνησίας δεν
είναι τίποτε άλλο παρά ένα εργαλείο για να περιοριστεί η ελευθερία επιλογής.
Στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα. Τα αδιέξοδα εφευρίσκονται από
εκείνους που φοβούνται μήπως χάσουν τα προνόμιά τους, αν ο πολίτης πάψει να
ψηφίζει με βάση τον φόβο.
