Αναδημοσίευση από τον Techie Chan
Είναι ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο σε αυτό το πορτοκαλί μαγαζάκι να προσπαθούμε να κρατήσουμε τα μάτια στη μπίλια κι όχι στις ανακοινώσεις του κρουπιέρη, καθώς σήμερα όλοι έχουμε καταλάβει πως ο κρουπιέρης μπορεί να λέει μαύρο τη στιγμή που η μπίλια έχει καθίσει στο κόκκινο.
Στην τρίτη συνέχεια (πρώτο μέρος πώς να γίνετε πλούσιοι χωρίς χρήματα the greek way, 2ο Eat That) της σαπουνόπερας που ονομάζεται το τέλος του παιχνιδιού ή μαζί τα φάγαμε θα ασχοληθούμε με μία ακόμα τέτοιου είδους αντινομία. Βασικό μοτίβο της φιλελεύθερης προπαγάνδας από τη θάτσερ, μέχρι τον τελευταίο πρόεδρο επιμελητηρίου και υιό υπουργού της δικτατορίας είναι η σκληρή δουλειά. Σύμφωνα με το φιλελευθερισμό, για να προκόψεις χρειάζεται σκληρή δουλειά. Δεν είναι δυνατό σου λέει να βγαίνεις στη σύνταξη στα 50-55 σου, δεν γίνεται να έχεις υψηλούς μισθούς χωρίς ανάλογη “παραγωγικότητα”. Για να το θέσω στο πιο αφαιρετικό επίπεδο, το δόγμα λέει: “δεν υπάρχει δωρεάν γεύμα”.
Σήμερα θα προσπαθήσω να δείξω πως αυτό το μαύρο ήταν στην ουσία κόκκινο. Πως παρότι η σκληρή δουλειά προπαγανδίζεται ως το μόνο μέσο για την επιβίωση και την επιτυχία, την ίδια στιγμή το ίδιο σύστημα έπαιρνε αποφάσεις προς ακριβώς την αντίθετη κατεύθυνση. Και πως η κοινωνία όχι μόνο αντιλήφθηκε αυτή την αντινομία, αλλά προσαρμόστηκε σε αυτή, αντέδρασε και δημιούργησε νέα πρότυπα. Τα οποία σήμερα οι φιλελεύθεροι μας τα δείχνουν ως απόδειξη πως το δόγμα τους είχε δίκιο.
Στο σταυροδρόμι της ιστορίας (γκαγκάν)
Μην αγχώνεστε, δεν εννοώ το δημοψήφισμα, είπα να ξεκινήσουμε με ένα μικρό παλιό αδιέξοδο. Οι αρχές της δεκαετίας του 80 ήταν αρκετά αμήχανες για τους νέους πάπες της οικονομικής ορθοδοξίας. Από τη μία ο πληθωρισμός είχε αρχίσει να υποχωρεί μετά το σφίξιμο της νομισματικής πολιτικής των ΗΠΑ και τη χαλάρωση του ΟΠΕΚ, αλλά από την άλλη τα οικονομικά μέτρα της θατσερικής αγγλίας που προσυπέγραψε ο ίδιος ο εκπρόσωπος του θεού στη γη (για τον φρίνταμν λέμε) απέτυχαν παταγωδώς. Η ακραία αποβιομηχάνιση της αγγλίας δεν έδειχνε να απελευθέρωνε τις οικονομικές δυνάμεις από τις παλιές και μη ανταγωνιστικές χαλυβουργίες προς αναζήτηση νέων γενναίων ευκαιριών. Και μεταξύ μας δεν τις απελευθέρωσε γιατί δεν υπήρχαν. Έτσι το κεφάλαιο έπρεπε να βρει άλλους τρόπους να γίνει αποδοτικό. Η πτώση του επιπέδου των μισθών είναι πάντα προσφιλής και εύκολη τακτική μείωσης του κόστους, αλλά ήταν πολιτικά αντιδημοφιλής στα πλαίσια που ακόμα είχαμε αυτές τις καταραμένες δημοκρατίες.
Τι καλύτερος τρόπος λοιπόν από το να εντείνουμε αυτή την ανάγκη για μείωση στους μισθούς. Διότι οι περικοπές μισθών δεν θα έψηναν κανένα, όσο ωραία κι αν τις πλάσαραν. Η απελευθέρωση του εμπορίου όμως ποιον θα πείραζε? Δεν είναι καλό πράγμα η απελευθέρωση βρε παλιοφασίστες?
Κάπως έτσι ξεκίνησε αυτή η μαζική μεταφορά της παραγωγής από την ακριβή δύση στο φθηνό νότο και την ακόμα φθηνότερη ανατολή. Η αρχή έγινε με τα λεγόμενα αγαθά εντάσεως εργασίας. Ρούχα, υφάσματα, παπούτσια όπου οι εργατο-ώρες που χρειάζονται για να παραχθούν αποτελούν σημαντικό μέρος του συνολικού κόστους. Δυτικά κεφάλαια έστηναν δυτικά εργοστάσια στο μεξικό, έφτιαχναν παπούτσια με φθηνά, μαυριδερά, αναλώσιμα, μπάσταρδα μεξικανάκια που μετά πωλούνταν στη δύση από τα ίδια δυτικά brand names κρατώντας σχεδόν όλη την επιπλέον υπεραξία (κέρδος) από τις μειώσεις του κόστους.
Αυτή η διαδικασία πέτυχε 3-4 στόχους ταυτόχρονα. Από τη μία μείωσε τη ζήτηση εργατών στη δύση και άρα αύξησε την ανεργία. Η ανεργία πίεζε για χαμηλότερους μισθούς (λόγω των νέων συνθηκών) και ταυτόχρονα -από την άλλη- η πτώση της τιμής των παπουτσιών λόγω των φθηνών εργατικών χεριών έκανε τα παπούτσια πιο προσβάσιμα στους φτωχότερους (λόγω χαμηλότερων μισθών) δυτικούς. Στο ενδιάμεσο φυσικά η Nike (δηλαδή το κεφάλαιο) κράταγε ένα ωραίο φιλετάκι κερδών για πάρτη του το οποίο μέσω φορολογικών παραδείσων και άλλων περίπλοκων διαδρομών προσπερνούσε την υψηλή φορολογία των δυτικών χωρών.