Στην έκθεση Πισσαρίδη για την ανάπτυξη της οικονομίας
καταγράφονται πολλές παθογένειες υπεύθυνες για τη χαμηλή ανταγωνιστικότητα και
την ισχνή ανάπτυξη της χώρας μας. Συνέπεια
του γεγονότος αυτού είναι η διολίσθησή
μας σε χαμηλότερα επίπεδα εισοδημάτων και ευημερίας. Με τη διαπίστωση ότι η
οικονομία μας δομείται κυρίως από ΜμΕ
επιχειρήσεις (κυρίως πολύ μικρές μέχρι 9 εργαζομένους) στην έκθεση γίνετε
εκτενής ανάλυση των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν αυτές εξ αιτίας του μεγέθους
τους. Παράλληλα καταγράφεται η χαμηλή συμμετοχή της μεταποίησης στο ΑΕΠ σαν μια
κυρίαρχη παθογένεια της οικονομίας μας. Ο δευτερογενής τομέας, ο κατεξοχήν
τομέας παραγωγής διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών, αυτός που ενσωματώσει τη
καινοτομία στην οικονομία και δημιουργεί τις καλύτερα αμειβόμενες θέσεις
εργασίας, είναι υπερβολικά συρρικνωμένος. Τέλος η έκθεση, σε ότι μας αφορά,
εντοπίζει τα προβλήματα που προκαλούνται
στην οικονομία τα οποία οφείλονται στις πολύ μικρές μεταποιητικές
επιχειρήσεις, αυτές δηλαδή που εκπροσωπεί το Επιμελητήριό μας στην ευρύτερη
περιοχή της Αθήνας.
Με τα δεδομένα την έκθεση για τη επίτευξη της ζητούμενης
ανάπτυξης πρέπει να υπάρξουν οι συνθήκες ώστε:
α) Οι πολύ μικρές βιοτεχνίες ή να μεγαλώσουν ή να συνενωθούν
ώστε να δημιουργηθούν μεγαλύτερες μεταποιητικές μονάδες που θα λειτουργούν με
περισσότερη εξωστρέφεια και ανταγωνιστικότητα.
β) Να δημιουργηθεί το κατάλληλο περιβάλλον για τη σύσταση
νέων καινοτόμων επιχειρήσεων στον χώρο της μεταποίησης.
Στην εκθέσει περιγράφονται αρκετά λεπτομερώς αυτά τα
προβλήματα του κατακερματισμού της
επιχειρηματικότητας, χωρίς όμως να γίνεται κάποια ουσιαστική αναφορά στην αιτία αυτού του κατακερματισμού. Για το θέμα
αυτό υπάρχει μόνο η φράση: “Το μικρό μέγεθος των ελληνικών
επιχειρήσεων είναι συνέπεια αγκυλώσεων στην οικονομία που δημιουργούν κίνητρα
στις επιχειρήσεις να παραμένουν μικρές και δυσκολεύουν την ανάπτυξή τους.” Η έκθεση δηλαδή βάζει στόχους αλλά δεν λέει πως μπορεί να υλοποιηθούν.
Θεωρώ ότι για την λύση του προβλήματος πρώτα πρέπει να
εντοπίσουμε τα αίτια που το δημιουργούν και στη συνέχεα να προτείνουμε τις
λύσεις.
Επιγραμματικά θα έλεγα για το σκοπό αυτό θα πρέπει από
πλευράς του κράτους να υπάρξει πολιτική βούληση για συνεργασίες και
ανάπτυξη και από πλευράς των βιοτεχνών η δημιουργία κουλτούρας συνεργασιών.
Α) Πολιτική
Βούληση.
Κάθε χώρα πρέπει να αντιμετωπίζει τις μεταποιητικές
βιομηχανίες -βιοτεχνίες μικρές ή μεγάλες σαν εθνικό πλούτο που οφείλει
να προστατεύει. Να παρέχει δε τις κατάλληλες συνθήκες για να εξελιχθούν και να
αναπτυχθούν. Ο δευτερογενής τομέας της μεταποίησης είναι εξίσου σημαντικός με το πρωτογενής, μπορεί να προσφέρει πολύ
περισσότερο στο ΑΕΠ της χώρας, έχει τις καλύτερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας και
πρέπει να διευκολύνεται σε κάθε του πρωτοβουλία. Δυστυχώς στη χώρα μας
διαχρονικά εφαρμόστηκαν οριζόντιες πολιτικές απέναντι στο δευτερογενή
παραγωγικό τομέα και τον τριτογενή των υπηρεσιών. Το γεγονός αυτό δυσκόλεψε τις
μεταποιητικές επιχειρήσεις, οι οποίες
από τη φύση τους έχουν ιδιαιτερότητες. Αποτέλεσμα, η επιχειρηματικότητα να
στραφεί στον ευκολότερο τριτογενή τομέα των υπηρεσιών και του εμπορείου με
συνέπεια την ποιοτικής υποβάθμισης της οικονομίας μας. Η επιλεκτική νομοθετική
αντιμετώπιση (παρεμβάσεις-σχεδιασμός) υπέρ των μεταποιητικών επιχειρήσεων
αποτελεί πλέον αναγκαιότητα. Σε μια χώρα σαν τη δικιά μας όπου η κρατική
παρέμβαση είναι καθοριστική θεωρώ ότι για την ανάπτυξη της μεταποίησης στη χώρα
μας, πρέπει να υπάρξει πολιτική βούληση.
Εξειδικεύοντας το ρόλο του κράτους επισημαίνουμε τους
παράγοντες που επηρεάζουν το στόχο αυτό:
1. Χωροταξικό - Αδιοδοτικό
Το πρώτο σημαντικό πρόβλημα που θα συναντήσει μια βιοτεχνική
μεταποιητική επιχείρηση στη προσπάθειά της να μεγαλώσει είναι εύρεση νόμιμης
και λειτουργικής επαγγελματικής στέγης. Η πολιτεία διαχρονικά, περιορίζοντας
τους χώρους όπου κάποιος βιοτέχνης μπορεί να δραστηριοποιηθεί, μετέτρεψε τη
βιοτεχνική στέγη σε Real Estate με ολέθριες συνέπειες για την ανταγωνιστικότητα
καθιστώντας παράλληλα την προσπάθεια για το μεγάλωμα των επιχειρήσεων μας
απαγορευτικό. Είναι προφανές ότι η όποια μεγέθυνση ή συγχώνευση βιοτεχνιών για
να είναι ανταγωνιστική και αποτελεσματική πρωτίστως απαιτεί λειτουργικό
βιοτεχνικό χώρο με το ελάχιστο δυνατόν κόστος. Πρόταση είναι να
χρηματοδοτηθεί η δημιουργία βιοτεχνικών πάρκων, σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά
στάνταρ, στα οποία θα γίνεται παραχώρηση χρήσης γης ή κτηρίων στις βιοτεχνικές
μονάδες για να κρατηθεί χαμηλά το κόστος της επαγγελματικής στέγης ώστε να
γίνει προσιτή η προσπάθεια για ανάπτυξη και ανταγωνιστικότητα. Μια τέτοια
κρατική επένδυση μεσοπρόθεσμα θα αξιοποιούσε πολύ αποδοτικότερα τα κρατικά
κεφάλαια.
2. Χρηματοδότηση
Τις τελευταίες δεκαετίες δεν υπάρχει καμιά χρηματοδοτική
πρόνοια για τις Μικρές επιχειρήσεις. Οι τράπεζες όταν δανείζουν απαιτούν
επιτόκια σχεδόν τοκογλυφικά. Μόνο αν η επιχείρηση έχει κάποιο ακίνητο για
προσημείωση μπορεί να δανειστεί αλλά και τότε με επιτόκια πάντα πολύ πάνω από τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά. Σχεδόν
ποτέ οι τράπεζες δεν χρηματοδότησαν επιχειρηματικό πλάνο μικρής επιχειρήσεις
χωρίς καλύμματα σε ακίνητο. Χωρίς ακίνητο ή καταθέσεις χρηματοδότηση δεν
υπάρχει. Σε ένα τέτοιο τραπεζικό τοπίο δεν μπορώ να φανταστώ πως μια μικρή
επιχείρηση μπορεί να μεγαλώσει ή πως μπορεί να γίνει μια συνένωση που πολλές
φορές απαιτεί μετεγκατάσταση του παραγωγικού μηχανολογικού εξοπλισμού.
Τα προγράμματα εκσυγχρονισμού και ανάπτυξης ΕΣΠΑ καλύπτουν
μόνο ένα μικρό τμήμα της επένδυσης και για το υπόλοιπο πάλι η τράπεζα έχει τον
κύριο λόγο. Παράλληλα ο βιοτέχνης πρέπει
να αντιμετωπίσει ένα σωρό γραφειοκρατικά αναχώματα. Μαζί με ένα δυσκίνητο
κρατικό μηχανισμό δημιουργούνται καταστάσεις που αποθαρρύνουν από τέτοιες
χρηματοδοτήσεις. Δεν είναι λίγες και οι περιπτώσεις που υγιείς επιχειρήσεις
κινδύνευσαν εξ αιτίας κάποιας τέτοια χρηματοδότησης!
Αν δεν υπάρξει γρήγορη, χαμηλότοκη και επιλεκτική
χρηματοδότηση για συνένωση η μεγέθυνση των μικρών βιοτεχνιών με ευέλικτα
χρηματοδοτικά εργαλεία ο στόχος για μεγαλύτερες μεταποιητικές μονάδες θα είναι
μακρινός.
3. Ελληνικό Σήμα, Λαθρεμπόριο, Ποιοτικός
Έλεγχος.
Πολλοί καταναλωτές έχουν πλέον κατανοήσει πόσο σημαντική
είναι η επιλογή ελληνικών προϊόντων. Οι επιχειρήσεις προβάλουν την όποια
ελληνικότητα στα προϊόντα τους, χωρίς όμως να υπάρχει κάποια πιστοποίηση. Η
καθιέρωση του ελληνικού σήματος που θα αποδίδεται σε προϊόντα που πραγματικά
έχουν σημαντική προστιθέμενη αξία στον τόπο μας πρέπει να αποτελέσει
προτεραιότητα για τη βελτίωση του ανταγωνισμού των προϊόντων μας, γεγονός που
θα δημιουργούσε τάσεις μεγέθυνσης στις βιοτεχνίες μας. Ειδικά για τις μικρές
νέες βιοτεχνίες το ελληνικό σήμα θα λειτουργούσε σαν brand και θα τις βοηθούσε
σημαντικά για να αναπτυχθούν και να μεγαλώσουν.
Το λαθρεμπόριο δημιουργεί συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού σε
βάρος των μεταποιητικών επιχειρήσεων. Μας στερεί παράνομα ένα κομμάτι της
αγοράς, φαλκιδεύει τις αξίες των αγαθών με συνέπεια να πλήττετε η υγιής
βιοτεχνία περιορίζοντας τις δυνατότητες επέκτασης. Πρέπει να υπάρξει αυστηροποίηση στους
ελέγχουν ώστε να εξαλειφθούν τέτοιες εστίες παρανομίας και αθέμιτου
ανταγωνισμού.
Επιπλέον θα πρέπει επιτέλους να υπάρξει ένα στοιχειώδεις
ποιοτικός έλεγχος των εισαγόμενων προϊόντων. Πολλές φορές εισάγονται επικίνδυνα
φτηνά προϊόντα με ανύπαρκτα πιστοποιητικά τα οποία εκτοπίζουν τα προϊόντα μας. Επιβάλλεται
να δημιουργηθούν υπηρεσίες που με μικρό κόστος θα πιστοποιούν τις προδιαγραφές
των προϊόντων ώστε να υπάρξει υγιείς ανταγωνισμός για να μπορέσουν οι μικρές
σωστές βιοτεχνίες να πάρουν το κομμάτι της αγοράς που αξιοκρατικά δικαιούνται.
4. Επιλεκτική
Φορολογική Ελάφρυνση Για Τις Συγχωνεύσεις Βιοτεχνιών.
Μια διαδικασίας συνένωσης εμπεριέχει αστάθμητους παράγοντες
οι οποίοι μπορεί να εκτρέψουν την προσπάθεια
εκτός προβλέψεων. Πολλές φορές απαιτεί τόλμη και επαγγελματικό ρίσκο. Το
κράτος οφείλει να σταθεί αρωγός σ΄ αυτή την προσπάθεια. Μια επιλεκτική
φορολογική ελάφρυνση θα επιβράβευε έμπρακτα τις προσπάθειες συνένωσης των
μικρών βιοτεχνιών.
Β) Κουλτούρα Συνεργασιών
Το μικρό μέγεθος των βιοτεχνιών μας συνήθως δεν έδινε τη
δυνατότητα να υπάρχει εξειδικευμένο εμπορικό τμήμα που θα διερευνούσε τη δυνατότητα
για επέκτασης στις αγορές και για
περισσότερη εξωστρέφεια. Συνέπεια αυτού του γεγονότος είναι ομοειδείς
βιοτεχνίες να απευθύνονται στην ίδια μικρή αγορά και να καλλιεργείται ένας
κακώς εννοούμενος ανταγωνισμός. Αυτό το φαινόμενο επί σειρά ετών λειτούργησε
ανασταλτικά στην ανάπτυξη, και καλλιέργησε μια κουλτούρα καχυποψίας μεταξύ των
βιοτεχνών. Κάθε σκέψη συνεργασιών έμοιαζε και μοιάζει ρομαντική! Κερδισμένοι
από αυτή την στρέβλωση υπήρξαν οι μεσάζοντες χοντρέμποροι οι οποίοι έχοντας
πληθώρα προσφορών διαμόρφωναν τέτοιες τιμές στα προϊόντα, που συρρίκνωναν
σημαντικά τα περιθώρια κέρδους του βιοτέχνη, ανακόπτοντας έτσι κάθε πιθανότητα
μεγέθυνσης.
Το θέμα λοιπόν των συνεργασιών είναι ένα πρόβλημα κουλτούρας
του βιοτέχνη. Ένα πρόβλημα που πρέπει να δώσουμε εμείς τη λύση. Το επιμελητήριο
θα μπορούσε να σταθεί αρωγός στη προσπάθεια αυτή διοργανώνοντας ημερίδες στις
οποίες θα επιχειρείτο να γίνει κατανοητό από τους βιοτέχνες ποσό επιζήμιο είναι
για τους ίδιους η έλλειψη συνεργασιών. Με τη προϋπόθεση ότι θα υπάρξει η
πολιτική βούληση είναι πιθανό να καμφθούν οι όποιες αντιδράσεις, και σε ένα
σύγχρονο επιχειρηματικό περιβάλλον να δημιουργηθούν συνεργασίες για ανάπτυξη
και βελτίωση της ανταγωνιστικότητας.
Άλλες δράσεις που θα ενδυνάμωνε τη κουλτούρα των συνεργασιών
μπορεί να είναι η συλλογική συμμετοχή σε εκθέσεις σε κοινό περίπτερο, η από
κοινού χρηματοδότηση εμπορικών αντιπρόσωπων και σχεδιαστών προϊόντων, η μαζική
προμήθεια πρώτων υλών για τη μείωση των κοστολογίων, η εκπαίδευση νέων
ειδικευμένων τεχνικών για τις ανάγκες των βιοτεχνιών μας και άλλες παρόμοιες
δράσεις.