Ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο από την εφημερίδα των συντακτών του Χρήστου Τσιαγκλή.
Στρεβλές εταιρικές πρακτικές, ολιγοπωλιακή διάρθρωση καίριων
κλάδων της ελληνικής αγοράς, αλλά και φτωχή καταναλωτική συνείδηση κρύβονται
πίσω από τις μεγάλες διαφορές που εντοπίζονται σε τιμές βασικών αγαθών σε
σύγκριση με την Ευρώπη.
Οι πολυεθνικές εταιρείες ισχυρίζονται ότι στη χώρα μας
υπάρχει υψηλό κόστος μεταφοράς, διακίνησης και συντήρησης των προϊόντων, καθώς
και υψηλοί συντελεστές φορολογίας. Αν και οι παραπάνω παράγοντες δεν πρέπει να
υποτιμούνται, το επιχείρημα του υψηλότερου κόστους δεν είναι ικανό να
δικαιολογήσει τις μεγάλες διαφορές στις τιμές.
Τα επώνυμα προϊόντα που εμπορεύονται οι εταιρείες στην
Ελλάδα πωλούνται πάνω-κάτω το ίδιο ή και φτηνότερα σε σχέση με τις άλλες
ευρωπαϊκές χώρες. Το υψηλό κόστος δεν δείχνει να επηρεάζει τη συγκεκριμένη
κατηγορία αγαθών. Αντίθετα, οι μεγάλες υπερτιμολογήσεις εντοπίζονται στα
προϊόντα ετικέτας τα οποία προσφέρουν τεράστια περιθώρια κέρδους, κάτι που
κινεί υποψίες για σκοπιμότητες.
Ο υψηλός ΦΠΑ
Το ίδιο φαίνεται να ισχύει και για τον ΦΠΑ. Η Ελλάδα ως
γνωστόν έχει έναν από τους υψηλότερους συντελεστές στην Ευρώπη. Στα τρόφιμα ο
ΦΠΑ είναι 13%, όταν στη Γερμανία είναι 7%, 4%-10% στην Ισπανία και μηδενικός
στη Μ. Βρετανία. Οι τιμές ωστόσο είναι σημαντικά υψηλότερες ακόμα και μετά την
αφαίρεση του συντελεστή ΦΠΑ.
Το ότι η ελληνική αγορά παρουσιάζει χρόνιες αδυναμίες και
στρεβλώσεις είναι γεγονός. Πέρα όμως από τις δομικές δυσλειτουργίες, οι
εταιρείες διαθέτουν ένα πραγματικό οπλοστάσιο για να φουσκώνoυν τις τιμές και
να αποφεύγουν τους φόρους που τους αναλογούν. Καρτελοποίηση της αγοράς και
εναρμονισμένες πρακτικές, ρήτρες απαγόρευσης παράλληλων εισαγωγών και
ενδοομιλικές συναλλαγές είναι μερικά μόνο από τα όπλα τους.
Λίγες εταιρείες–κολοσσοί κυριαρχούν σε βασικούς κλάδους,
δημιουργώντας έτσι τις προϋποθέσεις για εναρμονισμένες τιμολογιακές πρακτικές ή
απλώς για νόθευση του ανταγωνισμού. Μεγάλη πολυεθνική, η οποία βρέθηκε πρόσφατα
στο επίκεντρο ερευνών της Υπηρεσίας Εποπτείας της Αγοράς για αισχροκέρδεια, σε
απάντησή της προς την υπηρεσία, ανέφερε μεταξύ άλλων ότι ο έντονος ανταγωνισμός που υπάρχει
σε άλλες χώρες την αναγκάζει να κρατάει χαμηλά της τιμές της, κάτι που προφανώς
δεν ισχύει για την Ελλάδα.
Πρόκειται ουσιαστικά για αντι-ανταγωνιστικές συμφωνίες που
επιβάλλουν οι πολυεθνικές στις αλυσίδες σούπερ μάρκετ. Υπό φυσιολογικές
συνθήκες, τα σούπερ μάρκετ έχουν τη δυνατότητα να προμηθεύονται προϊόντα από τη
διεθνή αγορά, ανάλογα με το ποιος προσφέρει την καλύτερη τιμή, παρακάμπτοντας
τις πολυεθνικές της εγχώριας αγοράς. Παράγοντες της αγοράς μιλούν για κόστος
στις λιανεμπορικές αλυσίδες 15%-40% λιγότερο, μείωση την οποία θα μπορούσε να
νιώσει και ο καταναλωτής στην τσέπη του.
Οι απειλές
Ωστόσο, αυτού του είδους οι εισαγωγές έχουν έκτακτο
χαρακτήρα, δεν μπορούν δηλαδή να καλύψουν την ασφαλή ροή προμηθειών που παρέχει
μια πολυεθνική.
Οι πολυεθνικές εταιρείες, εκμεταλλευόμενες την
ηγεμονική τους θέση στην αγορά και υπό την έμμεση «απειλή» ότι θα διακόψουν την
παροχή προϊόντων προς τις αλυσίδες, επιβάλλουν στους λιανέμπορους ρήτρες που απαγορεύουν
τις παράλληλες εισαγωγές, αναγκάζοντάς τους να προμηθεύονται το σύνολο των
προϊόντων τους από αυτές. Ετσι αποφεύγουν τον ανταγωνισμό με άλλες εταιρείες,
αλλά και με «αδελφές» θυγατρικές του εξωτερικού.
Οι ενδοομιλικές συναλλαγές (transfer pricing)
αποτελούν ένα βασικό εργαλείο των πολυεθνικών εταιρειών για να αποφεύγουν τη
φορολόγηση των κερδών τους, αλλά και για να υπερκοστολογούν τα προϊόντα τους.
Κατ” ουσίαν οι εταιρείες χρησιμοποιούν διάφορες μεθόδους για να εμφανίζουν
υψηλό κόστος σε μια χώρα, απολαμβάνοντας τα κέρδη τους σε μια άλλη με χαμηλή
φορολογία.
Για παράδειγμα, μια πολυεθνική με έδρα τη Γερμανία πουλάει
τα προϊόντα της υπερτιμολογημένα στη θυγατρική της στην Ελλάδα. Επιπλέον,
μπορεί να της χρεώνει υψηλά δικαιώματα χρήσης σημάτων (royalties) ή να της
δανείζει ακριβά. Με αυτόν τον τρόπο, η μητρική προεισπράττει ουσιαστικά
υπερκέρδη σε μια χώρα με ιδιαίτερα ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς, ενώ η θυγατρική
στην Ελλάδα εμφανίζει πολλά έξοδα και λίγα κέρδη, με αποτέλεσμα να δικαιολογεί
υψηλές τιμές και να φορολογείται ελάχιστα.
Πωλούν με διπλάσιες τιμές
Τι και αν μισθοί και συντάξεις έχουν καταποντιστεί
περιορίζοντας την κατανάλωση στα απολύτως απαραίτητα; Τι και αν η Ελλάδα έχει
τον χαμηλότερο πληθωρισμό (0%) μεταξύ των χωρών της Ε.Ε.; Η ακρίβεια στη χώρα
μας καλά κρατεί. Έρευνα της «Eφ.Συν.» σε 92 προϊόντα που πωλούνται σε μεγάλες
αλυσίδες σούπερ μάρκετ της Ελλάδας και του εξωτερικού κατέγραψε έως και
διπλάσιες τιμές για τα ίδια αγαθά.
Σε δείγμα 13 βασικών ειδών κατανάλωσης των Lidl Ολλανδίας
και Ελλάδας, τα 11 είναι κατά πολύ ακριβότερα στην Ελλάδα (η διαφορά αγγίζει το
45%), το ένα έχει ίδια τιμή (το οποίο διαφημίζεται όμως ως προσφορά) και μόλις
ένα είναι φτηνότερο! Για μια οδοντόκρεμα ίδιας μάρκας, στην Ελλάδα πληρώνουμε
1,39 ευρώ, στην Ολλανδία 0,89 ευρώ, διαφορά 56%. Ακριβώς η ίδια συσκευασία
βρεφικές πάνες στην Ολλανδία κοστίζει 7,49 ευρώ, στην Ισπανία 7,99, ενώ στην
Ελλάδα 9,65 ευρώ. Ένα μπουκάλι αποβουτυρωμένο γάλα πωλείται στα ελληνικά Lidl
0,85 ευρώ, αλλά στην Ολλανδία 0,55 ευρώ και στην Ισπανία 0,60.
Συγκρίνοντας 40 προϊόντα από δυο επώνυμες αλυσίδες σούπερ
μάρκετ σε Ελλάδα και Ολλανδία (Albert Heijn- Βασιλόπουλος), τα 35 πωλούνται
ακριβότερα στην Ελλάδα και τα μόνα 5 φτηνότερα είναι οπωροκηπευτικά. Το ίδιο
μπουκάλι αφρόλουτρο είναι 46% πιο ακριβό στη χώρα μας. Για ένα κουτί ρύζι ίδιας
μάρκας, πληρώνουμε 2,06 ευρώ, ενώ στην Ολλανδία η τιμή είναι 1,41 ευρώ.
Συγκρίνοντας 13 είδη πρώτης ανάγκης του καλαθιού της νοικοκυράς, ο Έλληνας
καταναλωτής επιβαρύνεται 45% επιπλέον για τα ίδια αγαθά.
……………………………………………………………………………
Η καταναλωτική κουλτούρα και η διαμόρφωση των
τιμών
«Οι Νότιοι καταναλωτές, και ιδιαίτερα οι Έλληνες, δείχνουν
να επιμένουν στα επώνυμα προϊόντα και προτιμούν τις εμφανιζόμενες προσφορές σε
αυτά, παρά προϊόντα με σταθερά χαμηλή τιμή, γεγονός που δεν βοηθά στην
αποκλιμάκωση της ονομαστικής αξίας των τιμών. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόλις 2
στους 10 Έλληνες προτιμούν προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, ενώ η αντίστοιχη
αναλογία στη Γερμανία είναι 5 στους 10» λέει στην «Εφ.Συν.» ο γενικός
γραμματέας Καταναλωτή, Γιώργος Στεργίου.
Aν και αναγνωρίζει τις στρεβλώσεις της ελληνικής αγοράς, από
την πλευρά του υπογραμμίζει τη σημασία της καταναλωτικής συμπεριφοράς ως
βασικού παράγοντα διαμόρφωσης των τιμών. Ισχυρίζεται ότι «οι τιμές
διαμορφώνονται ελεύθερα στην αγορά και στην Ελλάδα παρατηρείται μια
χαρακτηριστική ανελαστικότητα της ζήτησης». Με άλλα λόγια, ο Έλληνας
καταναλωτής δεν αποθαρρύνεται από τις υψηλές τιμές και επιμένει σε συγκεκριμένα
προϊόντα, ακόμα κι αν στην αγορά κυκλοφορεί κάποιο άλλο αντίστοιχο φτηνότερο
προϊόν. Οι εταιρείες απαλλάσσονται έτσι από ανταγωνιστικές πιέσεις που θα
μπορούσαν να συγκρατήσουν ή και να παρασύρουν προς τα κάτω τις τιμές.
«Οι μεγάλες εταιρείες προβαίνουν σε εξονυχιστικές έρευνες
συμπεριφοράς του καταναλωτή πριν βγάλουν τιμολογιακή πολιτική για κάποιο
προϊόν. Μελετούν τα “επιτρεπτά” περιθώρια κέρδους και γνωρίζουν πολύ καλά από
ποιο σημείο και μετά το προϊόν θα αρχίσει να χάνει μερίδιο αγοράς». Υπάρχει
λοιπόν μια αίσθηση «ηθικής οικονομίας» των καταναλωτών. Όταν αυτή ατονεί ή
χειραγωγείται, οι δυνατότητες αισχροκέρδειας για τους επιτήδειους αυξάνονται.
Η έννοια της «ηθικής οικονομίας»
Την έννοια της ηθικής οικονομίας εισήγαγε ο Βρετανός
μαρξιστής ιστορικός Ε.Π. Τόμσον στην κλασική μελέτη του πάνω στις «εξεγέρσεις
του ψωμιού» της αγγλικής υπαίθρου τον 18ο αιώνα («Η ηθική οικονομία του
αγγλικού πλήθους τον 18ο αιώνα»).
Μια σειρά κερδοσκοπικών ανατιμήσεων σε βασικά είδη
διατροφής, όπως το σιτάρι και το καλαμπόκι, είχαν ως αποτέλεσμα τη δυναμική
παρέμβαση των τοπικών κοινοτήτων, που επέβαλαν το δικαίωμά τους να «καθορίζουν
τις τιμές» με δίκαιο τρόπο. Για τον Τόμσον, οι συντηρητικές ερμηνείες των
εξεγέρσεων αυτών, ως σπασμωδικών «επαναστάσεων του στομαχιού», αγνοούσαν μια
βαθιά ριζωμένη αίσθηση οικονομικής δικαιοσύνης που μοιραζόταν το εξεγερμένο
πλήθος.
Αντικείμενο της έρευνάς του ήταν το ηθικό πλαίσιο και οι
αντιλήψεις μέσα από τις οποίες οι πληθυσμοί της αγγλικής υπαίθρου έκριναν
δίκαιες ή όχι τις πρακτικές των εμπόρων τροφίμων της εποχής. Η «μενταλιτέ»
αυτή, η οποία πήγαζε από την ηθική της παλαιάς φεουδαρχικής οικονομίας, δίδασκε
την ανηθικότητα της κερδοσκοπίας και της αισχροκέρδειας. Ήταν δε τόσο κοινά
αποδεκτή και ισχυρή που νομιμοποιούσε την άμεση, βίαιη δράση.
Η αντίδραση των αγροτών αντιπροσωπεύει τη σύγκρουση δύο
κόσμων. Από τη μια οι «παραδοσιακές» κοινωνίες στις οποίες οι οικονομικές
σχέσεις είναι αναπόσπαστο κομμάτι των ευρύτερων κοινωνικών σχέσεων (Εmbedded
Economy) και από την άλλη η αναδυόμενη κοινωνία του φιλελευθερισμού και της
ελεύθερης αγοράς κατά την οποία η οικονομία έχει αυτονομηθεί από την κοινωνία
(Disembedded Economy).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου